- επισχεδόν
- ἐπισχεδόν (Α) [σχεδόν]1. (ποιητ. επίρρ.) πλησίον, κοντά («ἐπισχεδὸν ἐρχομένοιο», Ύμν. εις Απόλλ.)2. (ως πρόθ. με γεν. ή δοτ.) παρά τινι («ἐπισχεδὸν αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισχεδόν — near at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)